Wednesday, November 24, 2010

ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ



Μια ωραία νυχτερινή εκδρομή μέσα στην Αθήνα είναι μια εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση κυρίως γιατί η αίσθησή της κρατάει πολλές πολλές μέρες δηλαδή με μια λέξη αναζωογονεί την ύπαρξη. Πόσο μάλλον όταν η διαδρομή της κρατά μόλις μερικά λεπτά! τόσα όσα χρειάστηκε το τελεφερίκ για να μας ανεβάσει στην κορυφή του Λυκαβητού.
Εγώ πάλι ήμουν ήδη στα ουράνια. Εκεί με είχε ανεβάσει η γενναιοδωρία της φίλης μου Αυγής που καθόταν δίπλα μου ως Κόρη που είχε ξεφύγει από το Μουσείο Ακρόπολης για μια λάθρα νύχτα στην πόλη. Αυτή ήταν η αίσθηση : το είχαμε κυριολεκτικά σκάσει από την καθημερινότητα και όπου φύγει φύγει.
Την κορυφή βολόδερνε ο άνεμος αλλά εμάς μας περίμενε μια ζεστή γωνία με θέα τη νότια πλευρά της πόλης : ένα τεράστιο φλίπερ αναβόσβηνε μπροστά στα μάτια μας και η θάλασσα υπονοούσε την ύπαρξη της. Μέσα στο σκοτάδι γινόταν αντιληπτή από τα φώτα των πλοίων. Είχαμε καθήσει στο ωραιότερο τραπέζι του μαγαζιού, η τύχη μας απαιτούσε απεριτίφ. Ένα ντράι μαρτίνι με δύο ελιές ήρθε στο τραπέζι χωρίς πολλές φαμφάρες. Με την Αυγή τιτιβίζαμε πίνοντας και ο άνεμος έπαιρνε τους ήχους μας και τους σκόρπιζε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ένιωθα ότι απο εκεί έστελνα σήμα σε όλους όσους ξέρω και αγαπώ σε όλο τον κόσμο.
Είμαι καλά κι ας είμαι εδώ!!!!
Και μετά ήρθε το φαγητό. Και τα μάγια λύθηκαν. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσει κανείς για την προσπάθεια κάποιου άλλου. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να το κάνεις όταν σε έχουν καλέσει και φιλοξενήσει με τέτοια γενναιοδωρία. Δεν θέλω να είμαι αυστηρή αλλά δεν θέλω να είμαι και ανειλικρινής. Το εστιατόριο στην κορυφή του Λυκαβητού ήταν γεμάτο από τουρίστες που ήρθαν να απολαύσουν ελληνική κουζίνα στην πιο προνομιούχα θέση της πόλης. Είναι άδικο να φεύγουν με αυτή την αίσθηση. Αυτή που είχαμε και εμείς φεύγοντας και αυτή που ακούσαμε από τους άλλους πελάτες σε άπταιστη αγγλική στο τελεφερίκ που μας κατέβασε στο τέλος της βραδιάς στο πι και φι.

Την άλλη μέρα είχαν μείνει μέσα μου όλα αυτά τα φώτα της πόλης και μια αιχμηρή σκέψη - σαν βέλος είχε καρφωθεί στο μυαλό μου. Αυτό που είχε συμβεί χθες στο εστιατόριο είναι λίγο πολύ αυτό που συμβαίνει σε εμάς ως χώρα. Είμαστε σε μια προνομιούχα γεωγραφική θέση που μας δίνει αξεπέραστη πρώτη ύλη που αν χρησιμοποιούσαμε με κάποια στρατηγική θα είμασταν απόλυτα αυτόνομοι και ανεξάρτητοι, ικανοί να διαπραγματευτούμε και να παίξουμε με τα πιόνια μας στον παγκόσμιο χάρτη. Τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει όμως και όχι μόνο αυτό αλλά συμβαίνουν τα χειρότερα που θα μπορούσαν να συμβούν και το πιο τραγικό είναι ότι τα χείριστα έρχονται. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στην οικονομική κατάσταση και την επικείμενη πτώχευση. Αναφέρομαι στο γεγονός ότι δεν έχουμε εμβαθύνει στην ελληνικότητά μας, αυτή που τόσοι και τόσοι ένιωσαν, κατάλαβαν, διατύπωσαν, σχημάτισαν, ανέδειξαν και τελικά υπήρξαν. Και καλά οι άνθρωποι πέθαναν αλλά που πήγε όλη αυτή η ελληνικότητα;
"Δεν έπρεπε να διαλέξεις ριζότο με κονφί πάπιας από την βαρυστομαχιά τα λες αυτά, πιες καμιά σόδα να ξελαμπικάρεις ". Το ζωντανό μένει με την πιο γλυκειά φωνή του κόσμου στο ηλιόλουστο παλαιό φάληρο και φυσικά δεν έχει εμπλουτίσει τόσο πολύ το λεξιλόγιό του όλο αυτό τον χρόνο που λείπαμε από την μπλογκόσφαιρα. Είναι η πιο γλυκειά φωνή του κόσμου που μιλάει και όταν μιλάει για φαί τα λέει τσεκουράτα η άτιμη.

Monday, September 14, 2009

Η πιο γλυκειά φωνή του κόσμου...


λέγεται Χριστίνα και ζεί στην υγρή Βρυξέλλα.Με γνωρίζει από  τότε που ήμουν ωρών και  εκ τότε με γαργαλά συνέχεια. Πότε με τα χέρια της και πότε με τα λόγια της.
Οι άνθρωποι που μας κοιτούν  διαβλέπουν μια γενετική ομοιότητα αλλά πιο πολύ αντιλαμβάνονται ότι εγώ και αυτή μαζί δημιουργούμε ένα μικρό σύμπαν. Σε αυτό ο χρόνος συνοψίζεται στην απλή κατανόηση ότι μία και μία κάνουν δύο, ενωμένο και αδίασπαστο, δηλαδή ανίκητο. 
Γνωριζόμαστε από ένα καπρίτσιο άλλων ανθρώπων- κάποιοι πριν από καιρό αποφάσισαν ότι αξίζει να αναπαραχθούν- έτσι τώρα  εμείς απολαμβάνουμε το δύο το αδιάσπαστο και ανίκητο και πού και πού και κανά μπουκάλι κρασί Αλσατίας. Είπαμε γενετική ομοιότητα, τσουγκρίζουμε τα ποτηράκια μας και με τα μάτια  ευχόμαστε η μία στην άλλη της γιαγιάς μας της "τρελλής" την ευχή:"άντε και τα θυμαράκια κλήματα... "
Δύο, αδιάσπαστο, ανίκητο και ενίοτε ατρόμητο. Έχουμε εφορμήσει αμφότερες σε σπουδαίες αποστολές, άλλες τις διαλέξαμε και άλλες μας διάλεξαν αυτές. 
Πρόσφατα η πιο γλυκειά φωνή του κόσμου  έγινε βράχος να καθήσω να πάρω μια ανάσα, να κρατηθώ να μη πέσω που ζαλίστηκα από τη σκοτοδίνη της ανατροπής. Πέρασε μαζί μου βράδια αξημέρωτα που μούλιαζαν στην υγρασία της λύπης, τα φώτισε με το θάρρος της και την υπομονή της. Με βήματα απλά, χωρίς σκέρτσα έκανε   αυτό που έπρεπε.
Έρχεται μια στιγμή στη ζωή όλων μας που το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να ανασαίνουμε ελαφρά, αφήνοντας το χρόνο να κυλάει, χωρίς ξεσπάσματα, χωρίς στάσεις, χωρίς ούτε καν ένα κίχ.  
Είμαι τυχερή, όταν ήρθε αυτή η στιγμή, η πιο γλυκειά φωνή του κόσμου έδωσε ρυθμό στην ανάσα, έβρισκε παιχνίδια να ξεγελάει το μυαλό και η αγκαλιά της ήταν η στεριά μου. 
Το ζωντανό με κοιτάζει εξεταστικά "Μη ξεχάσεις να γράψεις και για τα μπιφτέκια που μου έδινε ... " βλέμμα νούμερο 188. 
Εγώ και το ζωντανό είμαστε τρελλοί φαν της πιο γλυκειάς φωνής του κόσμου και  το βροντοφωνάζουμε : Χριστίνα και ΞΕΡΟ ΨΩΜΙ !!! 

Sunday, August 30, 2009

ΔΟΧΟΠΛΗΚΤΟΙ


Εκεί, στο δρόμο προς το βορρά, μέσα στην απόλυτη ησυχία στέκει μία πρεσβεία. Αν πλησιάσεις νύχτα χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι τόσο βαθύ που τα αστέρια θαμπώνουν το θόλο,σαν να έχει  ρίξει κάποιος εκατομμύρια κεριά στον ουρανό. Έτσι φωτίζεται η πρεσβεία τις σκοτεινές αφέγγαρες νύχτες. Με πολυέλαιους αστεριών. 
Καμία ένδειξη δε μηνάει την ύπαρξή της,  παρεξόν στην είσοδο ο δακτύλιος ενός κίονα βαλμένος κάθετα στη γή  στέκει σαν ένα τεράστιο μαρμάρινο παξιμάδι.Όταν το πρωτοείδα μου φάνηκε σαν χωρατό του ιδιοκτήτη. "Ένα τεράστιο παξιμάδι,χωρίς βίδα".Σκέφθηκα τη δική μου και πως μου έχει στρίψει τελείως. Μήπως η πρόσκληση να επισκεφτώ αυτό το μέρος οφείλοταν κυρίως σε αυτό το γεγονός. 
"Μας πήραν χαμπάρι ..." είπα στο ζωντανό. "Να μιλάς για τον εαυτό σου " μου αποκρίθηκε με ένα τίκ που κάνει όταν ψιλοσπάζεται.
Ανίδεη σκεφτόμουν τέτοιες εξυπναδούλες και δεν πρόσεξα το στενό πέρασμα. Το αυτοκίνητο βόγγηξε "Η μούρη μου"! Είχα φάει τη μάσκα. Κατέβηκα την κατηφόρα με το αυτοκίνητο μου μουτρωμένο. Δεν ήμουν η μοναδική καλεσμένη. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα ακριβώς που πήγαινα.Είχα πολλά να μάθω ακόμα.
Η πρεσβεία του γέλιου.Πολλοί την επισκέφτηκαν.Λίγοι αντιλήφθηκαν πού βρίσκονταν πραγματικά.Οι τυχεροί μαζευόμασταν τα βράδια αργά, γύρω από δύο πτυσσόμενα ξύλινα τραπέζια.Θυμάμαι ακόμα το σύρσιμο της καρέκλας στη πλάκα. Μέσα στο δάσος. Μπροστά μας το ανοιχτό πέλαγος και η στεριά  στο βάθος  να δίνει ένα μπράτσο στο νερό, να ακουμπάει τον καϋμό του ανθρώπου.Το μπράτσο της Μεσάγγαλα. Σε εκείνο το μπράτσο άφηνα κι εγώ τον δικό μου κάθε χάραμα πριν βαρύνουν τα βλέφαρα.Από εκεί ξεκινούσα το ταξίδι  στο όνειρο ίδια με τα πλεούμενα που έβλεπα από ψηλά: ένα φωτάκι αχνό στην απεραντοσύνη του νερού. 

Γύρω από 2 τραπέζια σχεδόν κάθε βράδυ ο Πρέσβης Τ. έδινε το σύνθημα και βούρ.Μία δασκάλα,ένας σερβιτόρος-νομικός,ένας σερβιτόρος-οικονομικός σύμβουλος,μια δημοσιογράφος,ένας νταλικιέρης, ένας φωτογράφος,μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια,ένας μάγειρας, ένας συνθέτης, όλοι μας άνθρωποι του Πρέσβη Τ. Σαν ινδιάνοι, ο καθένας μας από άλλη φυλή, ανάβαμε τα τσιγάρα μέσα στο σκοτάδι, γρήγορα θα γελούσαν μέχρι και οι κάφτρες μας. Το γέλιο, ασυγκράτητο, συνεχόμενο μας ζέσταινε σαν  φωτιά αναμμένη στη μέση. Και εμείς τριγύρω  να την ταίζουμε με ιστορίες, με ατάκες που έπεφταν σαν τη μπάλα του πινγκ πονγκ  και φυσικά με γέλια που σκάγαν ξαφνικά στις παύσεις: κάποιος θυμόταν μια ατάκα που μόλις είχε κάνει πόντους. Γέλιο και το σώμα χαλαρό μα και ευθυτενές.Σωστοί ινδιάνοι.
Οι τυχεροί κάψαμε πολλά κύτταρα εκείνα τα βράδια. Ελεύθεροι στο σκοτάδι ξεκαρδιζόμασταν και ενδιάμεσα παίρναμε βαθιές ανάσες, να χορτάσει το πνευμόνι οξυγόνο να δώσει και άλλη ένταση, να ζεσταθεί το πλέγμα και να τρομπάρει η καρδιά. 
Με τους τυχερούς η γνωριμία μου ήταν σύντομη με όλους. Ναι. Αλλά  ξέρω απ' εξω και ανακατωτά ολονών τα δόντια. Τα μπροστινά τουλάχιστον.Και λέω τούτο το χειμώνα να το κάνω σλόγκαν και σε άνθρωπο που δεν γνωρίζω καλά τα μπροστινά του δόντια, να μην ανοίξω τη ψυχή μου. 

Η οποία παρεπιμπτόντως  δεν έχει επιστρέψει. Παραμένει  εκεί στην Πρεσβεία του γέλιου και βλέπει τα φώτα της  Χαλκιδικής μακριάάάά στο βάθος του ορίζοντα να αναβοσβήνουν.Μου μηνάει ότι έπιασε κρύο τα βράδια και ότι απέναντι ο Δίας τις τελευταίες ημέρες προτιμά  τις αστραπομακαρονάδες.Και δεν γυρίζει μου λέει με τίποτα στην Αθήνα. 

Εγώ πάλι όταν έφυγα από την Πρεσβεία  του γέλιου ήταν πολύ αργά και εγώ ήμουν μόνη στον κόσμο και λίγο ζαλισμένη... 

 "άλλη φορά αυτά, πρέπει να με ταίσεις τώρα..." βλέμμα νο 2. Κουταβιού.  











* "Τί τρώει ο Δίας όταν βαριέται το νέκταρ και την αμβροσία; Αστραπομακαρονάδες".  τάδε έφη Β.Μ.Σ.Ψ.  

Thursday, August 27, 2009

Far from me


Εκεί στα βαθιά νερά που ήμουν ριγμένη, έχοντας χάσει το πάνω και το κάτω, είχα γίνει λέει γοργόνα και μόνη πάλευα με τη χοντρόγαμπη ουρά μου. 
Όταν τον είδα, τον κοίταξα σαν να το γνώριζα από παλιά αλλά είχα να τον δώ χρόνια πολλά. Μετά κατάλαβα πόσα. Από παιδί είχα να δώ ένα μικρό αστερία στο βυθό.Άρχισα λοιπόν να τον παρατηρώ, μέρα παρά μέρα  τα μάτια μου έλιωναν τον καιρό και εγώ γινόμουν πάλι παιδί μικρό. Ήμουν τυχερή σε τόσο βαθιά νερά ριγμένη να κάνω τέτοια γνωριμία. 
"Γνωριμία;Με ένα μικρό αστερία; Αυτή είναι η λέξη;"
Οι λέξεις είναι για να κρυβόμαστε ή να φανερωνόμαστε υποδυόμενοι όμως... Εγώ μιλάω για ένα μικρό αστερία που η όψη του μόνο έλιωσε τον καιρό και το χιόνι και ... πήρε μπροστά η χοντρόγαμπη  ουρά μου. Αν με δείς  στο πέλαγος από μακρυά μη με φωνάξεις. Σιμά δεν έρχομαι. Από μακριά  μόνο... Μια φορά ήμουν τυχερή  να πέσω στα βαθιά νερά και να γενώ γοργόνα έστω και με χοντρόγαμπη ουρά. 
"Έλιωσε ο καιρός και το χιόνι μα ο φόβος έχει πετρώσει.Πώς να λιώσει η πέτρα;"
Ο μικρός αστερίας μου θύμισε πώς : "Γέλα, γέλα με τη ψυχή σου..."
Είδα το κύμα με την άκρη του ματιού μου να σηκώνεται στο βάθος του ορίζοντα, άφριζε μανιασμένο και σαν μούτος ορθωνότανε όλο και περισσότερο μπροστά στο πρόσωπό μου. Ταράχτηκα, είχα ξεχάσει πώς ήμουν γοργόνα με χοντρόγαμπη ουρά,  το κύμα είναι θάνατος σκέφθηκα. Με έσωσε το ζωντανό. Είχε βγεί στο μπαλκόνι να μπινελικώσει την απέναντι που φώναζε... Άνοιξα τα μάτια  και το είδα να μπαίνει διστακτικά μέσα στο δωμάτιο. "Σε ξύπνησα ο μαλάκας..." Βλέμμα νούμερο 8, κουταβιού. Μου φάνηκε σαν να είδα τον ελέφαντα που με έπαιρνε μακριά από το τσουνάμι. Αγκάλιασα μέχρι και την ουρά του. Το μικρό αστερία που συνάντησα στο όνειρο τον κοιτάζω από μακριά.Σε κοιτώ από μακριά... 

Wednesday, August 26, 2009

αντέχω;


Θέλω να σε έχω 
και δεν σε έχω 
κι όταν σε έχω
να μη σε έχω; 
καθώς δεν έχω 
άλλη αντοχή.  

Wednesday, August 19, 2009

Leaving Las Vegas


Το ζωντανό χούφτωνε τον αέρα με τη μούρη του. Πατούσε γερά τα πίσω πόδια στο κάθισμα ενώ είχε καρφώσει τα μπροστινά του στο κατεβασμένο παράθυρο του αυτοκινήτου. Τα δέντρα τριγύρω έτρεχαν μαζί μας. Με σταθερή ταχύτητα ξεχυνόμασταν στην ολική παράδοση. Η μέρα μας έδινε στη νύχτα. Όταν φτάσαμε στον κεντρικό δρόμο το σκοτάδι ήταν πλέον πραγματικότητα.Το ζωντανό κούρνιασε στη μονοτονία της εθνικής.Μας οδηγούσες στην πόλη.Τα φώτα της εθνικής σε πρόδιδαν.Με βαριά καρδιά είχα αφήσει το δάσος.Με βαριά καρδιά με είχες πάρει μαζί σου. Το τουτού έτρωγε τα χιλιόμετρα και γρήγορα μας πάρκαρε μπροστά ακριβώς από τον προορισμό μας. Με τέτοιο τουτού άβαταρ μόνο περήφανη θα μπορούσα να ήμουν. Και έτσι ήμουν όταν είπες στο μετρ του εστιατορίου : "Φιλαράκι; που να κάτσουμε να ρίξουμε μια γρήγορη μάσα;" Περήφανη και με τη ψυχή να γελάει απόλαυσα το ρομαντικό δείπνο με το φαί της κακιάς ώρας.Κάναμε τσιν τσιν  όπως οι Ιταλοί,με τον ήχο των ποτηριών κοιταζόμασταν στα μάτια,  σωστοί τζογαδόροι.
Με το κεφάλι μου να σπινάρει ελαφρά από το κρασί σε ακολούθησα στην αποστολή. Έπρεπε να στηρίξουμε την τέχνη. 
Στην επιστροφή παίζαμε ότι αφήσαμε το Las Vegas,είχαμε μείνει εκεί μια νύχτα,ταξιδεύαμε λέει στην απέραντη έρημο. Βλέπαμε τον κάμπο και είμασταν στην έρημο, γρήγορα στρίψαμε  για το δάσος.
Ανεβήκαμε το φιδίσιο δρόμο χέρι χέρι, μια γενναία γλύκα με είχε συνεπάρει. Δεν θυμάμαι τις ατάκες μου, ούτε τις δικές σου... μόνο την απότομη κατηφόρα που κατεβήκαμε ήσυχα, σαν τίτλοι τέλους ένα πράμα που κατεβαίνουν σταθερά στην οθόνη... 


Saturday, August 8, 2009

INTONARUMORI















Το ζωντανό μυρίζει τη βροχή ενώ εγώ έχω στήσει αυτί ... σαν να πέφτει  μέσα στο κεφάλι μου το νερό, καρφώνεται ο ήχος στη κυψελίδα του αυτιού και απο εκεί κατευθείαν στη ψυχή...  γεμίζει τη δεξαμενή...να ποτίζω την απώλεια. Το ζωντανό με κοιτάζει επίμονα. Μυρίζεται ταξίδι. Μεγάλο πράγμα η όσφρηση.Πάντα πίστευα ότι η αίσθηση αυτή συνδέεται βαθιά και αυτόματα με το ένστικτο.Το ζωντανό μυρίζεται σωστά. Παίρνουμε τα βουνά...τα ξωτικά μας περιμένουν. Είναι όλοι ειδοποιημένοι. 
Το ζωντανό παραδίνεται στο χρόνο με μια πιρουέτα που θα τη ζήλευε και ο πιο φτασμένος γιόγκι. Ακούω τη βροχή και σκέφτομαι τα λεπτά της ώρας,σηκώνω ψηλά το βλέμμα και ο ήλιος μπαίνει στο παιχνίδι,φωτίζει τα κεραμίδια, καλεί τους φτωχούς ότι ήρθε η ώρα τους, ήλιος και βροχή "η ώρα η καλή", κλείνει τις ομπρέλες στα χέρια των περαστικών, κάποιες σταγόνες επιμένουν... καθόμαστε πρόχειρα στα σκαλοπάτια του σπιτιού, η γειτονιά έχει ξυπνήσει, ο χρόνος κυλάει... ο χρόνος κυλάει στο καινούριο μου σπίτι, ξυπνάω αργά αργά, όσο πιο αργά μπορώ, λες και ο ρυθμός θα κρατήσει τη στιγμή καρφωμένη στο πλημμυρισμένο μου μυαλό ενώ εγώ ανακαλύπτω το πιο όμορφο σπίτι του κόσμου: το παρόν.