Μια ωραία νυχτερινή εκδρομή μέσα στην Αθήνα είναι μια εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση κυρίως γιατί η αίσθησή της κρατάει πολλές πολλές μέρες δηλαδή με μια λέξη αναζωογονεί την ύπαρξη. Πόσο μάλλον όταν η διαδρομή της κρατά μόλις μερικά λεπτά! τόσα όσα χρειάστηκε το τελεφερίκ για να μας ανεβάσει στην κορυφή του Λυκαβητού.
Εγώ πάλι ήμουν ήδη στα ουράνια. Εκεί με είχε ανεβάσει η γενναιοδωρία της φίλης μου Αυγής που καθόταν δίπλα μου ως Κόρη που είχε ξεφύγει από το Μουσείο Ακρόπολης για μια λάθρα νύχτα στην πόλη. Αυτή ήταν η αίσθηση : το είχαμε κυριολεκτικά σκάσει από την καθημερινότητα και όπου φύγει φύγει.
Την κορυφή βολόδερνε ο άνεμος αλλά εμάς μας περίμενε μια ζεστή γωνία με θέα τη νότια πλευρά της πόλης : ένα τεράστιο φλίπερ αναβόσβηνε μπροστά στα μάτια μας και η θάλασσα υπονοούσε την ύπαρξη της. Μέσα στο σκοτάδι γινόταν αντιληπτή από τα φώτα των πλοίων. Είχαμε καθήσει στο ωραιότερο τραπέζι του μαγαζιού, η τύχη μας απαιτούσε απεριτίφ. Ένα ντράι μαρτίνι με δύο ελιές ήρθε στο τραπέζι χωρίς πολλές φαμφάρες. Με την Αυγή τιτιβίζαμε πίνοντας και ο άνεμος έπαιρνε τους ήχους μας και τους σκόρπιζε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ένιωθα ότι απο εκεί έστελνα σήμα σε όλους όσους ξέρω και αγαπώ σε όλο τον κόσμο.
Είμαι καλά κι ας είμαι εδώ!!!!
Και μετά ήρθε το φαγητό. Και τα μάγια λύθηκαν. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσει κανείς για την προσπάθεια κάποιου άλλου. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να το κάνεις όταν σε έχουν καλέσει και φιλοξενήσει με τέτοια γενναιοδωρία. Δεν θέλω να είμαι αυστηρή αλλά δεν θέλω να είμαι και ανειλικρινής. Το εστιατόριο στην κορυφή του Λυκαβητού ήταν γεμάτο από τουρίστες που ήρθαν να απολαύσουν ελληνική κουζίνα στην πιο προνομιούχα θέση της πόλης. Είναι άδικο να φεύγουν με αυτή την αίσθηση. Αυτή που είχαμε και εμείς φεύγοντας και αυτή που ακούσαμε από τους άλλους πελάτες σε άπταιστη αγγλική στο τελεφερίκ που μας κατέβασε στο τέλος της βραδιάς στο πι και φι.
Την άλλη μέρα είχαν μείνει μέσα μου όλα αυτά τα φώτα της πόλης και μια αιχμηρή σκέψη - σαν βέλος είχε καρφωθεί στο μυαλό μου. Αυτό που είχε συμβεί χθες στο εστιατόριο είναι λίγο πολύ αυτό που συμβαίνει σε εμάς ως χώρα. Είμαστε σε μια προνομιούχα γεωγραφική θέση που μας δίνει αξεπέραστη πρώτη ύλη που αν χρησιμοποιούσαμε με κάποια στρατηγική θα είμασταν απόλυτα αυτόνομοι και ανεξάρτητοι, ικανοί να διαπραγματευτούμε και να παίξουμε με τα πιόνια μας στον παγκόσμιο χάρτη. Τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει όμως και όχι μόνο αυτό αλλά συμβαίνουν τα χειρότερα που θα μπορούσαν να συμβούν και το πιο τραγικό είναι ότι τα χείριστα έρχονται. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στην οικονομική κατάσταση και την επικείμενη πτώχευση. Αναφέρομαι στο γεγονός ότι δεν έχουμε εμβαθύνει στην ελληνικότητά μας, αυτή που τόσοι και τόσοι ένιωσαν, κατάλαβαν, διατύπωσαν, σχημάτισαν, ανέδειξαν και τελικά υπήρξαν. Και καλά οι άνθρωποι πέθαναν αλλά που πήγε όλη αυτή η ελληνικότητα;
"Δεν έπρεπε να διαλέξεις ριζότο με κονφί πάπιας από την βαρυστομαχιά τα λες αυτά, πιες καμιά σόδα να ξελαμπικάρεις ". Το ζωντανό μένει με την πιο γλυκειά φωνή του κόσμου στο ηλιόλουστο παλαιό φάληρο και φυσικά δεν έχει εμπλουτίσει τόσο πολύ το λεξιλόγιό του όλο αυτό τον χρόνο που λείπαμε από την μπλογκόσφαιρα. Είναι η πιο γλυκειά φωνή του κόσμου που μιλάει και όταν μιλάει για φαί τα λέει τσεκουράτα η άτιμη.